Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επέκταση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
έκταση
-
επέμβαση
-
προέκταση
)
Συνώνυμα
προσθήκη
αύξηση
διεύρυνση
επιμήκυνση
4
Αντώνυμα
σύμπτυξη
μείωση
περιορισμός
συστολή
4
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να γίνεται κάτι μεγαλύτερο σε έκταση, όγκο ή χρονική διάρκεια.
Η προσθήκη νέων στοιχείων ή τμημάτων σε ένα υπάρχον σύστημα ή δομή.
Στην πληροφορική, ένα αρχείο που προσθέτει νέες λειτουργίες σε ένα πρόγραμμα.
3
Παραδείγματα
Η επέκταση του δικτύου υποδομών βελτίωσε τη μετακινηση στην περιοχή.
Το πρόγραμμα επέκτασης του πανεπιστημίου περιλαμβάνει νέα κτίρια και εγκαταστάσεις.
Χρειάζεται να εγκαταστήσεις την επέκταση για να χρησιμοποιήσεις τις πρόσθετες λειτουργίες του λογισμικού.
3