1. Λέξη
    επέκταση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: έκταση - επέμβαση - προέκταση)
  2. Συνώνυμα
    • προσθήκη
    • αύξηση
    • διεύρυνση
    • επιμήκυνση
    4
  3. Αντώνυμα
    • σύμπτυξη
    • μείωση
    • περιορισμός
    • συστολή
    4
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να γίνεται κάτι μεγαλύτερο σε έκταση, όγκο ή χρονική διάρκεια.
    • Η προσθήκη νέων στοιχείων ή τμημάτων σε ένα υπάρχον σύστημα ή δομή.
    • Στην πληροφορική, ένα αρχείο που προσθέτει νέες λειτουργίες σε ένα πρόγραμμα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η επέκταση του δικτύου υποδομών βελτίωσε τη μετακινηση στην περιοχή.
    • Το πρόγραμμα επέκτασης του πανεπιστημίου περιλαμβάνει νέα κτίρια και εγκαταστάσεις.
    • Χρειάζεται να εγκαταστήσεις την επέκταση για να χρησιμοποιήσεις τις πρόσθετες λειτουργίες του λογισμικού.
    3