Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προέκταση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
προέλαση
-
έκταση
-
πρόταση
-
επέκταση
)
Συνώνυμα
επέκταση
παράταση
εξάπλωση
3
Αντώνυμα
σύμπτυξη
συρρίκνωση
περιορισμός
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να επεκτείνεται κάτι σε μήκος, έκταση ή χρόνο.
Μια προσθήκη ή επέκταση σε κάτι υπάρχον.
Στη γεωμετρία, η παραμόρφωση ενός σχήματος ώστε να καλύπτει μεγαλύτερη έκταση.
3
Παραδείγματα
Η προέκταση του δρόμου θα διευκολύνει την κυκλοφορία.
Η προέκταση της προθεσμίας έδωσε περισσότερο χρόνο στους μαθητές.
Η προέκταση του εργοστασίου θα δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας.
3