1. Λέξη
    επίγνωση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: επίπτωση - επίκπτωση - επανένωση)
  2. Συνώνυμα
    • κατανόηση
    • γνώση
    • συνείδηση
    • κατάληψη
    4
  3. Αντώνυμα
    • άγνοια
    • απροσεξία
    • ασυναίσθητο
    3
  4. Ορισμός
    • Η ικανότητα να κατανοείς ή να αντιλαμβάνεσαι κάτι με σαφήνεια.
    • Η γνώση ή η συνείδηση για μια κατάσταση ή γεγονός.
    • Η διαδικασία της απόκτησης γνώσης ή κατανόησης.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η επίγνωση των κινδύνων είναι σημαντική για την ασφάλεια.
    • Έδειξε μεγάλη επίγνωση των προβλημάτων που αντιμετώπιζε η ομάδα.
    • Μέσα από τη συζήτηση, απέκτησε καλύτερη επίγνωση των δικών του συναισθημάτων.
    3