Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επίπτωση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
επίκπτωση
-
επίγνωση
-
περίπτωση
)
Συνώνυμα
συνέπεια
αποτέλεσμα
επίδραση
3
Αντώνυμα
αιτία
πρόκληση
2
Ορισμός
Η συνέπεια ή το αποτέλεσμα μιας πράξης ή ενός γεγονότος.
Η επίδραση που έχει κάτι σε κάποιον ή σε κάτι άλλο.
2
Παραδείγματα
Οι οικονομικές κρίσεις έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην κοινωνία.
Η μακροχρόνια έκθεση στον ήλιο μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στο δέρμα.
2