1. Λέξη
    επίπτωση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: επίκπτωση - επίγνωση - περίπτωση)
  2. Συνώνυμα
    • συνέπεια
    • αποτέλεσμα
    • επίδραση
    3
  3. Αντώνυμα
    • αιτία
    • πρόκληση
    2
  4. Ορισμός
    • Η συνέπεια ή το αποτέλεσμα μιας πράξης ή ενός γεγονότος.
    • Η επίδραση που έχει κάτι σε κάποιον ή σε κάτι άλλο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι οικονομικές κρίσεις έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην κοινωνία.
    • Η μακροχρόνια έκθεση στον ήλιο μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στο δέρμα.
    2