Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επαγγελματίας (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
επαγγελματικός
-
επαγγελματισμός
)
Συνώνυμα
εξειδικευμένος
ειδικός
τεχνίτης
3
Αντώνυμα
ερασιτέχνης
αρχάριος
απείραχτος
3
Ορισμός
Άτομο που ασκεί ένα επάγγελμα με επαγγελματική κατάρτιση και εμπειρία.
Άτομο που έχει εξειδικευτεί σε έναν συγκεκριμένο τομέα και ασκεί το επάγγελμά του με επαγγελματισμό.
2
Παραδείγματα
Ο επαγγελματίας γιατρός ανέλαβε την περίθαλψη του ασθενούς.
Η επαγγελματίας φωτογράφος πήρε υπέροχες εικόνες στον γάμο.
2