1. Συνώνυμα
    • επαγγελματικός
    • επαγγελματίας
    • επαγγελματικής φύσης
    3
  2. Αντώνυμα
    • ερασιτεχνικός
    • μη επαγγελματικός
    2
  3. Ορισμός
    • Σχετικός με ένα επάγγελμα ή μια επαγγελματική δραστηριότητα.
    • Χαρακτηριστικός ενός επαγγελματία, δηλαδή κάποιου που ασκεί ένα επάγγελμα με επάρκεια και εμπειρία.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Η επαγγελματική του συμπεριφορά ήταν άψογη.
    • Πήρε μια επαγγελματική συμβουλή πριν ξεκινήσει τη νέα του επιχείρηση.
    2