Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επαγγελματισμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
επαγγελματικός
-
επαγγελματίας
-
αντιεπαγγελματικός
)
Συνώνυμα
εξειδίκευση
επαγγελματική ικανότητα
τεχνικότητα
3
Αντώνυμα
ερασιτεχνισμός
αδεξιότητα
2
Ορισμός
Η ικανότητα και η επάρκεια που απαιτείται για την άσκηση ενός επαγγέλματος.
Η επαγγελματική συμπεριφορά και η δεοντολογία που χαρακτηρίζουν έναν επαγγελματία.
2
Παραδείγματα
Ο επαγγελματισμός του γιατρού ήταν εμφανής από τον τρόπο που αντιμετώπισε την περίπτωση.
Η εταιρεία αναζητά υπαλλήλους με υψηλό επίπεδο επαγγελματισμού.
2