1. Λέξη
    επαγγελματισμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: επαγγελματικός - επαγγελματίας - αντιεπαγγελματικός)
  2. Συνώνυμα
    • εξειδίκευση
    • επαγγελματική ικανότητα
    • τεχνικότητα
    3
  3. Αντώνυμα
    • ερασιτεχνισμός
    • αδεξιότητα
    2
  4. Ορισμός
    • Η ικανότητα και η επάρκεια που απαιτείται για την άσκηση ενός επαγγέλματος.
    • Η επαγγελματική συμπεριφορά και η δεοντολογία που χαρακτηρίζουν έναν επαγγελματία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο επαγγελματισμός του γιατρού ήταν εμφανής από τον τρόπο που αντιμετώπισε την περίπτωση.
    • Η εταιρεία αναζητά υπαλλήλους με υψηλό επίπεδο επαγγελματισμού.
    2