Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επαναστατώ (ρήμα) - (παρόμοια:
επαναστατικός
-
επαναστάτης
-
αναστατώνω
)
Συνώνυμα
εξεγείρω
αναστατώνω
εξεγείρομαι
3
Αντώνυμα
ηρεμώ
καθησυχάζω
υποτάσσομαι
3
Ορισμός
Προκαλώ ή συμμετέχω σε επανάσταση.
Αναστατώνω, προκαλώ αναστάτωση ή ανατροπή της τάξης.
2
Παραδείγματα
Ο λαός επαναστάτησε εναντίον της καταπίεσης.
Οι φοιτητές επαναστάτησαν για τα δικαιώματά τους.
2