1. Λέξη
    επαναστατώ (ρήμα) - (παρόμοια: επαναστατικός - επαναστάτης - αναστατώνω)
  2. Συνώνυμα
    • εξεγείρω
    • αναστατώνω
    • εξεγείρομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • ηρεμώ
    • καθησυχάζω
    • υποτάσσομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Προκαλώ ή συμμετέχω σε επανάσταση.
    • Αναστατώνω, προκαλώ αναστάτωση ή ανατροπή της τάξης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο λαός επαναστάτησε εναντίον της καταπίεσης.
    • Οι φοιτητές επαναστάτησαν για τα δικαιώματά τους.
    2