1. Λέξη
    επαναστατικός (επίθετο) - (παρόμοια: επαναστατώ - στατικός - επιβατικός - επαγγελματικός - επαναστάτης - στατιστικός)
  2. Συνώνυμα
    • εξεγερτικός
    • ανατρεπτικός
    • ανατρεπτικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • συντηρητικός
    • παραδοσιακός
    • σταθερός
    3
  4. Ορισμός
    • που σχετίζεται με ή προκαλεί επανάσταση
    • που έχει σκοπό να αλλάξει ριζικά την κοινωνική ή πολιτική κατάσταση
    • που χαρακτηρίζεται από ριζικές και δραματικές αλλαγές
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο επαναστατικός πόλεμος άλλαξε την πορεία της ιστορίας.
    • Οι επαναστατικές ιδέες του διαδόθηκαν γρήγορα.
    • Ένα επαναστατικό νέο προϊόν που αλλάζει την αγορά.
    3