Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επαναστατικός (επίθετο) - (παρόμοια:
επαναστατώ
-
στατικός
-
επιβατικός
-
επαγγελματικός
-
επαναστάτης
-
στατιστικός
)
Συνώνυμα
εξεγερτικός
ανατρεπτικός
ανατρεπτικός
3
Αντώνυμα
συντηρητικός
παραδοσιακός
σταθερός
3
Ορισμός
που σχετίζεται με ή προκαλεί επανάσταση
που έχει σκοπό να αλλάξει ριζικά την κοινωνική ή πολιτική κατάσταση
που χαρακτηρίζεται από ριζικές και δραματικές αλλαγές
3
Παραδείγματα
Ο επαναστατικός πόλεμος άλλαξε την πορεία της ιστορίας.
Οι επαναστατικές ιδέες του διαδόθηκαν γρήγορα.
Ένα επαναστατικό νέο προϊόν που αλλάζει την αγορά.
3