Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναστατώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
αναστατώνομαι
-
ανασταίνω
-
αναστατωθώ
-
αναστασία
-
αναστατωμένος
-
επαναστατώ
)
Συνώνυμα
ταράσσω
συγχύζω
ανακατεύω
3
Αντώνυμα
ηρεμώ
σταθεροποιώ
τακτοποιώ
3
Ορισμός
Προκαλώ αναστάτωση ή σύγχυση.
Ενοχλώ ή διαταράσσω την ηρεμία ή την τάξη.
2
Παραδείγματα
Οι απρόσμενες αλλαγές αναστάτωσαν όλο το σχέδιο.
Η είδηση του θανάτου του αναστάτωσε όλη την οικογένεια.
2