1. Συνώνυμα
    • ταράσσω
    • συγχύζω
    • ανακατεύω
    3
  2. Αντώνυμα
    • ηρεμώ
    • σταθεροποιώ
    • τακτοποιώ
    3
  3. Ορισμός
    • Προκαλώ αναστάτωση ή σύγχυση.
    • Ενοχλώ ή διαταράσσω την ηρεμία ή την τάξη.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Οι απρόσμενες αλλαγές αναστάτωσαν όλο το σχέδιο.
    • Η είδηση του θανάτου του αναστάτωσε όλη την οικογένεια.
    2