Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επανδρώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
επανδρώνομαι
-
επανορθώνω
)
Συνώνυμα
επανασυντάσσω
ανασυντάσσω
επαναδιοργανώνω
3
Αντώνυμα
αποσυντάσσω
διαλύω
2
Ορισμός
Επαναφέρω κάποιον ή κάτι σε λειτουργική κατάσταση με νέους άντρες ή πόρους.
Ενισχύω ή ανανεώνω κάποιον οργανισμό ή ομάδα με νέα μέλη.
2
Παραδείγματα
Η εταιρεία αποφάσισε να επανδρώσει το τμήμα πωλήσεων με νέους υπαλλήλους.
Μετά την ήττα, η ομάδα επανδρώθηκε με νέα ταλέντα για την επόμενη σεζόν.
2