1. Λέξη
    επανδρώνω (ρήμα) - (παρόμοια: επανδρώνομαι - επανορθώνω)
  2. Συνώνυμα
    • επανασυντάσσω
    • ανασυντάσσω
    • επαναδιοργανώνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποσυντάσσω
    • διαλύω
    2
  4. Ορισμός
    • Επαναφέρω κάποιον ή κάτι σε λειτουργική κατάσταση με νέους άντρες ή πόρους.
    • Ενισχύω ή ανανεώνω κάποιον οργανισμό ή ομάδα με νέα μέλη.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η εταιρεία αποφάσισε να επανδρώσει το τμήμα πωλήσεων με νέους υπαλλήλους.
    • Μετά την ήττα, η ομάδα επανδρώθηκε με νέα ταλέντα για την επόμενη σεζόν.
    2