Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επανδρώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
επανδρώνω
-
επικεντρώνομαι
-
επανέρχομαι
-
επαναλαμβάνομαι
-
ενώνομαι
-
εκπληρώνομαι
-
ενημερώνομαι
-
λερώνομαι
)
Συνώνυμα
αναπληρώνομαι
συμπληρώνομαι
επανασυντίθεμαι
3
Αντώνυμα
αδειάζω
εξασθενώ
εξαντλούμαι
3
Ορισμός
Γεμίζω ξανά με άνδρες ή προσωπικό μετά από απώλειες.
Επανασυντίθεμαι ή αναπληρώνομαι σε αριθμό ή δύναμη.
2
Παραδείγματα
Μετά τη μάχη, το στράτευμα επανδρώθηκε γρήγορα με νέους στρατιώτες.
Η ομάδα επανδρώθηκε με νέα μέλη για να συνεχίσει το έργο της.
2