1. Λέξη
    επανορθώνω (ρήμα) - (παρόμοια: επιδιορθώνω - επανδρώνω)
  2. Συνώνυμα
    • διορθώνω
    • ανακαθιστώ
    • επισκευάζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • χαλάω
    • καταστρέφω
    • βλάπτω
    3
  4. Ορισμός
    • Να διορθώνω κάτι που ήταν λάθος ή ελαττωματικό.
    • Να επαναφέρω κάτι στην προηγούμενη καλή του κατάσταση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να επανορθώσουμε τα λάθη που έγιναν στο έγγραφο.
    • Ο μηχανικός επανόρθωσε τη βλάβη στο αυτοκίνητο.
    2