Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επανορθώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
επιδιορθώνω
-
επανδρώνω
)
Συνώνυμα
διορθώνω
ανακαθιστώ
επισκευάζω
3
Αντώνυμα
χαλάω
καταστρέφω
βλάπτω
3
Ορισμός
Να διορθώνω κάτι που ήταν λάθος ή ελαττωματικό.
Να επαναφέρω κάτι στην προηγούμενη καλή του κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Πρέπει να επανορθώσουμε τα λάθη που έγιναν στο έγγραφο.
Ο μηχανικός επανόρθωσε τη βλάβη στο αυτοκίνητο.
2