1. Λέξη
    επεκτείνω (ρήμα) - (παρόμοια: επεκτείνομαι - επιμείνω)
  2. Συνώνυμα
    • επεκτείνω
    • επεκτείνω
    • επεκτείνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • περιορίζω
    • συρρικνώνω
    • περικόπτω
    3
  4. Ορισμός
    • Εκτείνω ή επεκτείνω κάτι σε μήκος, πλάτος ή χρόνο.
    • Κάνω κάτι να διαρκέσει περισσότερο χρόνο.
    • Επεκτείνω τη διάρκεια ή την έκταση κάποιου πράγματος.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η εταιρεία αποφάσισε να επεκτείνει τις δραστηριότητές της σε νέες αγορές.
    • Ο δάσκαλος επέκτεινε την ώρα του μαθήματος για να καλύψει όλο το υλικό.
    • Η κυβέρνηση σχεδιάζει να επεκτείνει το δίκτυο των δημόσιων συγκοινωνιών.
    3