Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επεκτείνω (ρήμα) - (παρόμοια:
επεκτείνομαι
-
επιμείνω
)
Συνώνυμα
επεκτείνω
επεκτείνω
επεκτείνω
3
Αντώνυμα
περιορίζω
συρρικνώνω
περικόπτω
3
Ορισμός
Εκτείνω ή επεκτείνω κάτι σε μήκος, πλάτος ή χρόνο.
Κάνω κάτι να διαρκέσει περισσότερο χρόνο.
Επεκτείνω τη διάρκεια ή την έκταση κάποιου πράγματος.
3
Παραδείγματα
Η εταιρεία αποφάσισε να επεκτείνει τις δραστηριότητές της σε νέες αγορές.
Ο δάσκαλος επέκτεινε την ώρα του μαθήματος για να καλύψει όλο το υλικό.
Η κυβέρνηση σχεδιάζει να επεκτείνει το δίκτυο των δημόσιων συγκοινωνιών.
3