1. Λέξη
    επεκτείνομαι (ρήμα) - (παρόμοια: εκτείνομαι - επεκτείνω - κλείνομαι)
  2. Συνώνυμα
    • επεκταίνω
    • επεκτείνω
    • επεκτείνομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • συστέλλομαι
    • περιορίζομαι
    • συμπιέζομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Να επεκτείνομαι σημαίνει να αυξάνω το μέγεθος, την έκταση ή την επιρροή μου.
    • Να επεκτείνομαι μπορεί επίσης να σημαίνει να αναπτύσσομαι ή να εξελίσσομαι σε νέες κατευθύνσεις.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η εταιρεία επεκτείνεται σε νέες αγορές.
    • Το νερό επεκτείνεται όταν παγώσει.
    2