Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επεκτείνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
εκτείνομαι
-
επεκτείνω
-
κλείνομαι
)
Συνώνυμα
επεκταίνω
επεκτείνω
επεκτείνομαι
3
Αντώνυμα
συστέλλομαι
περιορίζομαι
συμπιέζομαι
3
Ορισμός
Να επεκτείνομαι σημαίνει να αυξάνω το μέγεθος, την έκταση ή την επιρροή μου.
Να επεκτείνομαι μπορεί επίσης να σημαίνει να αναπτύσσομαι ή να εξελίσσομαι σε νέες κατευθύνσεις.
2
Παραδείγματα
Η εταιρεία επεκτείνεται σε νέες αγορές.
Το νερό επεκτείνεται όταν παγώσει.
2