Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επηρεάζει (ρήμα) - (παρόμοια:
επηρεάζω
-
επηρεάζομαι
-
επηρεάσω
)
Συνώνυμα
επιδρά
επιδρώ
επηρεάζω
3
Αντώνυμα
αμελώ
αγνοώ
2
Ορισμός
Ενεργώ σε κάποιον ή κάτι με τρόπο που προκαλεί αλλαγή στη συμπεριφορά, την κατάσταση ή την ανάπτυξη.
Έχω επίδραση ή επιρροή σε κάποιον ή κάτι.
2
Παραδείγματα
Η κλιματική αλλαγή επηρεάζει την παγκόσμια θερμοκρασία.
Οι απόψεις των γονέων μπορούν να επηρεάσουν τις αποφάσεις των παιδιών τους.
2