1. Λέξη
    επηρεάζει (ρήμα) - (παρόμοια: επηρεάζω - επηρεάζομαι - επηρεάσω)
  2. Συνώνυμα
    • επιδρά
    • επιδρώ
    • επηρεάζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αμελώ
    • αγνοώ
    2
  4. Ορισμός
    • Ενεργώ σε κάποιον ή κάτι με τρόπο που προκαλεί αλλαγή στη συμπεριφορά, την κατάσταση ή την ανάπτυξη.
    • Έχω επίδραση ή επιρροή σε κάποιον ή κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η κλιματική αλλαγή επηρεάζει την παγκόσμια θερμοκρασία.
    • Οι απόψεις των γονέων μπορούν να επηρεάσουν τις αποφάσεις των παιδιών τους.
    2