Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επηρεάζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
επηρεάζω
-
επηρεάζει
-
επηρεάσω
-
επιβιβάζομαι
-
εργάζομαι
-
επεξεργάζομαι
)
Συνώνυμα
επηρεάζω
επιδρώ
επιδράω
3
Αντώνυμα
αμετάβλητος
απαθής
ανεπηρέαστος
3
Ορισμός
Να επηρεάζομαι από κάτι ή κάποιον, να υφίσταμαι την επίδραση κάποιου ή κάτι.
Να αλλάζω τη συμπεριφορά ή τη στάση μου λόγω εξωτερικών παραγόντων.
2
Παραδείγματα
Επηρεάζομαι εύκολα από τις απόψεις των άλλων.
Η διάθεσή μου επηρεάζεται από τον καιρό.
2