1. Λέξη
    επηρεάζομαι (ρήμα) - (παρόμοια: επηρεάζω - επηρεάζει - επηρεάσω - επιβιβάζομαι - εργάζομαι - επεξεργάζομαι)
  2. Συνώνυμα
    • επηρεάζω
    • επιδρώ
    • επιδράω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αμετάβλητος
    • απαθής
    • ανεπηρέαστος
    3
  4. Ορισμός
    • Να επηρεάζομαι από κάτι ή κάποιον, να υφίσταμαι την επίδραση κάποιου ή κάτι.
    • Να αλλάζω τη συμπεριφορά ή τη στάση μου λόγω εξωτερικών παραγόντων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Επηρεάζομαι εύκολα από τις απόψεις των άλλων.
    • Η διάθεσή μου επηρεάζεται από τον καιρό.
    2