Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επηρεάσω (ρήμα) - (παρόμοια:
επηρεάζω
-
επηρεάζει
-
επηρεάζομαι
)
Συνώνυμα
επιδρώ
επιδράω
επιφέρω
επιβάλλω
4
Αντώνυμα
αποτρέπω
αναιρώ
ακυρώνω
3
Ορισμός
Να έχω επίδραση σε κάποιον ή κάτι, να αλλάζω ή να καθορίζω τη συμπεριφορά, τη σκέψη ή την κατάσταση κάποιου ή κάτι.
Να επενεργώ με τρόπο που προκαλεί αλλαγή ή μεταβολή.
2
Παραδείγματα
Η ομιλία του δασκάλου με επηρέασε πολύ και άλλαξε την άποψή μου.
Ο καιρός μπορεί να επηρεάσει την ποιότητα των καλλιεργειών.
2