1. Λέξη
    επηρεάσω (ρήμα) - (παρόμοια: επηρεάζω - επηρεάζει - επηρεάζομαι)
  2. Συνώνυμα
    • επιδρώ
    • επιδράω
    • επιφέρω
    • επιβάλλω
    4
  3. Αντώνυμα
    • αποτρέπω
    • αναιρώ
    • ακυρώνω
    3
  4. Ορισμός
    • Να έχω επίδραση σε κάποιον ή κάτι, να αλλάζω ή να καθορίζω τη συμπεριφορά, τη σκέψη ή την κατάσταση κάποιου ή κάτι.
    • Να επενεργώ με τρόπο που προκαλεί αλλαγή ή μεταβολή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η ομιλία του δασκάλου με επηρέασε πολύ και άλλαξε την άποψή μου.
    • Ο καιρός μπορεί να επηρεάσει την ποιότητα των καλλιεργειών.
    2