Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επιβίβαση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
επιβίωση
-
επέμβαση
)
Συνώνυμα
επιβίβαση
προσέγγιση
προσγείωση
3
Αντώνυμα
αποβίβαση
απογείωση
2
Ορισμός
Η ενέργεια του να επιβιβάζεις κάποιον ή κάτι σε όχημα, πλοίο, αεροπλάνο κ.λπ.
Η διαδικασία εισόδου σε ένα μέσο μεταφοράς.
2
Παραδείγματα
Η επιβίβαση των επιβατών στο αεροπλάνο πραγματοποιήθηκε χωρίς καθυστέρηση.
Πριν την επιβίβαση, όλοι οι ταξιδιώτες πρέπει να περάσουν από έλεγχο ασφαλείας.
2