1. Λέξη
    επιβίβαση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: επιβίωση - επέμβαση)
  2. Συνώνυμα
    • επιβίβαση
    • προσέγγιση
    • προσγείωση
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποβίβαση
    • απογείωση
    2
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια του να επιβιβάζεις κάποιον ή κάτι σε όχημα, πλοίο, αεροπλάνο κ.λπ.
    • Η διαδικασία εισόδου σε ένα μέσο μεταφοράς.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η επιβίβαση των επιβατών στο αεροπλάνο πραγματοποιήθηκε χωρίς καθυστέρηση.
    • Πριν την επιβίβαση, όλοι οι ταξιδιώτες πρέπει να περάσουν από έλεγχο ασφαλείας.
    2