1. Λέξη
    επιβιώσω (ρήμα) - (παρόμοια: επιβιώνω - βιώσω)
  2. Συνώνυμα
    • διασώζομαι
    • επιζώ
    • γλιτώνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • χάνω
    • πεθαίνω
    • εξαφανίζομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Να παραμείνω ζωντανός μετά από μια δύσκολη ή επικίνδυνη κατάσταση.
    • Να συνεχίσω να υπάρχω ή να λειτουργώ παρά τις δυσκολίες.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μόνο λίγοι επιβίωσαν μετά την πλημμύρα.
    • Η εταιρεία κατάφερε να επιβιώσει παρά την οικονομική κρίση.
    2