1. Λέξη
    επιβλέπω (ρήμα) - (παρόμοια: επιβληθώ - επιτρέπω - βλέπω)
  2. Συνώνυμα
    • παρακολουθώ
    • εποπτεύω
    • ελέγχω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγνοώ
    • παραβλέπω
    2
  4. Ορισμός
    • Παρακολουθώ με προσοχή και επιμέλεια.
    • Ελέγχω ή επιβλέπω μια διαδικασία ή δραστηριότητα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δάσκαλος επιβλέπει τις εξετάσεις για να διασφαλίσει ότι όλα πάνε καλά.
    • Η εταιρεία επιβλέπει την κατασκευή του νέου κτιρίου.
    2