Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επιβλέπω (ρήμα) - (παρόμοια:
επιβληθώ
-
επιτρέπω
-
βλέπω
)
Συνώνυμα
παρακολουθώ
εποπτεύω
ελέγχω
3
Αντώνυμα
αγνοώ
παραβλέπω
2
Ορισμός
Παρακολουθώ με προσοχή και επιμέλεια.
Ελέγχω ή επιβλέπω μια διαδικασία ή δραστηριότητα.
2
Παραδείγματα
Ο δάσκαλος επιβλέπει τις εξετάσεις για να διασφαλίσει ότι όλα πάνε καλά.
Η εταιρεία επιβλέπει την κατασκευή του νέου κτιρίου.
2