1. Λέξη
    επιτρέπω (ρήμα) - (παρόμοια: επιτρέπετε - επιτρέπεται - επιτρέψω - επιβλέπω - επιτροπή)
  2. Συνώνυμα
    • αφήνω
    • εγκρίνω
    • συγκατατίθεμαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • απαγορεύω
    • αναστέλλω
    • αρνούμαι
    3
  4. Ορισμός
    • Δίνω την άδεια ή την ευκαιρία σε κάποιον να κάνει κάτι.
    • Δεν παρεμποδίζω ή δεν εμποδίζω κάποιον από το να κάνει κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δάσκαλος επιτρέπει στους μαθητές να χρησιμοποιούν λεξικό κατά τη διάρκεια της εξέτασης.
    • Η εταιρεία επιτρέπει στους εργαζόμενους να εργάζονται από το σπίτι.
    2