1. Λέξη
    επιδεικνύω (ρήμα) - (παρόμοια: αναδεικνύω - υποδεικνύω - αποδεικνύω)
  2. Συνώνυμα
    • παρουσιάζω
    • εκθέτω
    • δείχνω
    • προβάλλω
    4
  3. Αντώνυμα
    • κρύβω
    • αποκρύπτω
    • καλύπτω
    3
  4. Ορισμός
    • Εμφανίζω κάτι σε δημόσια θέα ή γνώση.
    • Παρουσιάζω με τρόπο ώστε να γίνει αντιληπτό ή εντυπωσιακό.
    • Δείχνω μια ικανότητα ή γνώση με σκοπό να εντυπωσιάσω.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο καθηγητής επιδεικνύει το πείραμα στη τάξη.
    • Η ομάδα επιδεικνύει εξαιρετική συνεργασία.
    • Ο ζωγράφος επιδεικνύει τα έργα του σε μια έκθεση.
    3