1. Λέξη
    επιδεινώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια: ενώνομαι - επιβεβαιώνομαι - επικεντρώνομαι)
  2. Συνώνυμα
    • επιδεινώνω
    • χειροτερεύω
    • δυσκολεύω
    3
  3. Αντώνυμα
    • βελτιώνω
    • καλυτερεύω
    • ανακουφίζω
    3
  4. Ορισμός
    • Να γίνομαι χειρότερος ή πιο σοβαρός.
    • Να αυξάνω τη δυσκολία ή τη σοβαρότητα μιας κατάστασης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε μετά την εγχείρηση.
    • Οι καιρικές συνθήκες επιδεινώθηκαν, γεγονός που δυσκόλεψε την αποστολή.
    2