Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επιδεινώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
ενώνομαι
-
επιβεβαιώνομαι
-
επικεντρώνομαι
)
Συνώνυμα
επιδεινώνω
χειροτερεύω
δυσκολεύω
3
Αντώνυμα
βελτιώνω
καλυτερεύω
ανακουφίζω
3
Ορισμός
Να γίνομαι χειρότερος ή πιο σοβαρός.
Να αυξάνω τη δυσκολία ή τη σοβαρότητα μιας κατάστασης.
2
Παραδείγματα
Η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε μετά την εγχείρηση.
Οι καιρικές συνθήκες επιδεινώθηκαν, γεγονός που δυσκόλεψε την αποστολή.
2