Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επικεντρώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
συγκεντρώνομαι
-
επικεντρωθώ
-
επανδρώνομαι
-
επικεντρωθεί
-
επιδεινώνομαι
-
επιβεβαιώνομαι
)
Συνώνυμα
συγκεντρώνομαι
εστιάζω
επικεντρώνω
3
Αντώνυμα
αποσπώμαι
διασκορπίζομαι
αποκεντρώνομαι
3
Ορισμός
Εστιάζω την προσοχή ή τη δραστηριότητά μου σε ένα συγκεκριμένο σημείο ή θέμα.
Συγκεντρώνομαι γύρω από ένα κέντρο ή μια κεντρική ιδέα.
2
Παραδείγματα
Πρέπει να επικεντρωθούμε στην επίλυση του προβλήματος.
Η ομάδα επικεντρώθηκε στη μελέτη των νέων δεδομένων.
2