1. Συνώνυμα
    • κρατάω
    • διατηρώ
    • συγκρατώ
    3
  2. Αντώνυμα
    • αφήνω
    • εγκαταλείπω
    • παρατώ
    3
  3. Ορισμός
    • Να έχω κάτι στα χέρια μου ή υπό τον έλεγχό μου.
    • Να διατηρώ κάτι σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή θέση.
    • Να συνεχίζω να κάνω κάτι ή να διατηρώ μια κατάσταση.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Κράτησε το βιβλίο στα χέρια του όλη την ώρα.
    • Πρέπει να κρατήσουμε την ησυχία μας.
    • Κράτησε την υπόσχεσή του παρά τις δυσκολίες.
    3