Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επιλέγω (ρήμα) - (παρόμοια:
επιλέξω
-
επιλύω
-
εκλέγω
)
Συνώνυμα
διαλέγω
εκλέγω
καθορίζω
3
Αντώνυμα
απορρίπτω
αποκλείω
2
Ορισμός
Επιλέγω σημαίνει να κάνω μια επιλογή μεταξύ διαφορετικών επιλογών ή δυνατοτήτων.
Επιλέγω μπορεί επίσης να σημαίνει να αποφασίζω για κάτι μετά από προσεκτική εξέταση.
2
Παραδείγματα
Επέλεξα να πάω διακοπές στο νησί αντί για την πόλη.
Η επιτροπή θα επιλέξει τον νικητή του διαγωνισμού.
2