1. Λέξη
    επιλέγω (ρήμα) - (παρόμοια: επιλέξω - επιλύω - εκλέγω)
  2. Συνώνυμα
    • διαλέγω
    • εκλέγω
    • καθορίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • απορρίπτω
    • αποκλείω
    2
  4. Ορισμός
    • Επιλέγω σημαίνει να κάνω μια επιλογή μεταξύ διαφορετικών επιλογών ή δυνατοτήτων.
    • Επιλέγω μπορεί επίσης να σημαίνει να αποφασίζω για κάτι μετά από προσεκτική εξέταση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Επέλεξα να πάω διακοπές στο νησί αντί για την πόλη.
    • Η επιτροπή θα επιλέξει τον νικητή του διαγωνισμού.
    2