Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επιλέξω (ρήμα) - (παρόμοια:
επιλέγω
-
επιλύω
)
Συνώνυμα
διαλέξω
κατατάξω
προτιμήσω
3
Αντώνυμα
απορρίπτω
αποφεύγω
αποδοκιμάζω
3
Ορισμός
Επιλέγω σημαίνει να κάνω μια επιλογή μεταξύ διαφορετικών επιλογών ή δυνατοτήτων.
Επιλέγω μπορεί επίσης να σημαίνει να αποφασίζω για κάτι μετά από προσεκτική εξέταση.
2
Παραδείγματα
Θα επιλέξω το κόκκινο φόρεμα για το πάρτι.
Πρέπει να επιλέξεις ανάμεσα στην υγεία σου και την καριέρα σου.
2