Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επιλύω (ρήμα) - (παρόμοια:
επιλέγω
-
επιλέξω
-
επιλογή
)
Συνώνυμα
αποφασίζω
καθαρίζω
διευθετώ
λύω
4
Αντώνυμα
μπερδεύω
περιπλέκω
δυσκολεύω
3
Ορισμός
Να βρίσκω μια λύση ή μια απάντηση σε ένα πρόβλημα ή μια δυσκολία.
Να καθαρίζω ή να ξεμπερδεύω μια κατάσταση.
Να αποφασίζω ή να διευθετώ ένα ζήτημα.
3
Παραδείγματα
Ο δάσκαλος βοήθησε τους μαθητές να επιλύσουν το μαθηματικό πρόβλημα.
Η συζήτηση βοήθησε να επιλυθεί η διαφωνία μεταξύ τους.
Πρέπει να επιλύσουμε αυτό το ζήτημα πριν προχωρήσουμε.
3