1. Λέξη
    επιλύω (ρήμα) - (παρόμοια: επιλέγω - επιλέξω - επιλογή)
  2. Συνώνυμα
    • αποφασίζω
    • καθαρίζω
    • διευθετώ
    • λύω
    4
  3. Αντώνυμα
    • μπερδεύω
    • περιπλέκω
    • δυσκολεύω
    3
  4. Ορισμός
    • Να βρίσκω μια λύση ή μια απάντηση σε ένα πρόβλημα ή μια δυσκολία.
    • Να καθαρίζω ή να ξεμπερδεύω μια κατάσταση.
    • Να αποφασίζω ή να διευθετώ ένα ζήτημα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο δάσκαλος βοήθησε τους μαθητές να επιλύσουν το μαθηματικό πρόβλημα.
    • Η συζήτηση βοήθησε να επιλυθεί η διαφωνία μεταξύ τους.
    • Πρέπει να επιλύσουμε αυτό το ζήτημα πριν προχωρήσουμε.
    3