Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επιμελώς (επίρρημα) - (παρόμοια:
επιμελής
-
επιμελητής
-
επιμείνω
)
Συνώνυμα
προσεκτικά
σχολαστικά
με επιμέλεια
3
Αντώνυμα
απρόσεκτα
αμελώς
χαλαρά
3
Ορισμός
Με μεγάλη προσοχή και ακρίβεια.
Με τρόπο που δείχνει φροντίδα και σχολαστικότητα.
2
Παραδείγματα
Ο καθηγητής διόρθωσε τις εργασίες επιμελώς.
Η ζωγράφος εργάστηκε επιμελώς για να ολοκληρώσει τον πίνακα.
2