Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επισκέπτρια (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
επισκέπτης
-
επισκέπτομαι
)
Συνώνυμα
επισκέπτης (male form)
ξεναγός
επισκεπτήριο πρόσωπο
3
Αντώνυμα
οικοδεσπότης
οικοδεσπότρια
2
Ορισμός
Γυναίκα που επισκέπτεται κάποιον ή κάποιο τόπο.
Ατομο που βρίσκεται σε ένα μέρος για σύντομο χρονικό διάστημα, συνήθως για κοινωνικούς ή επαγγελματικούς λόγους.
2
Παραδείγματα
Η επισκέπτρια ήρθε στο γραφείο μου για μια συνέντευξη.
Καλωσορίσαμε την επισκέπτρια από την Αγγλία στο ξενοδοχείο μας.
2