1. Λέξη
    επισκέπτρια (ουσιαστικό) - (παρόμοια: επισκέπτης - επισκέπτομαι)
  2. Συνώνυμα
    • επισκέπτης (male form)
    • ξεναγός
    • επισκεπτήριο πρόσωπο
    3
  3. Αντώνυμα
    • οικοδεσπότης
    • οικοδεσπότρια
    2
  4. Ορισμός
    • Γυναίκα που επισκέπτεται κάποιον ή κάποιο τόπο.
    • Ατομο που βρίσκεται σε ένα μέρος για σύντομο χρονικό διάστημα, συνήθως για κοινωνικούς ή επαγγελματικούς λόγους.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η επισκέπτρια ήρθε στο γραφείο μου για μια συνέντευξη.
    • Καλωσορίσαμε την επισκέπτρια από την Αγγλία στο ξενοδοχείο μας.
    2