Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επισκέπτομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
σκέπτομαι
-
επισκέπτης
-
επισκέπτρια
)
Συνώνυμα
επισκέφτομαι
επισκέπτω
επισκευάζομαι
3
Αντώνυμα
αγνοώ
αποφεύγω
2
Ορισμός
Πηγαίνω σε ένα μέρος για να δω κάποιον ή κάτι, συνήθως για λίγο χρονικό διάστημα.
Επισκέπτομαι κάποιον για να τον δω ή να του μιλήσω, συνήθως σε μια επίσημη βάση.
2
Παραδείγματα
Αύριο θα επισκεφθώ τους γονείς μου.
Ο πρόεδρος επισκέφθηκε το νοσοκομείο για να δει τους τραυματίες.
2