1. Λέξη
    επισκέπτομαι (ρήμα) - (παρόμοια: σκέπτομαι - επισκέπτης - επισκέπτρια)
  2. Συνώνυμα
    • επισκέφτομαι
    • επισκέπτω
    • επισκευάζομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγνοώ
    • αποφεύγω
    2
  4. Ορισμός
    • Πηγαίνω σε ένα μέρος για να δω κάποιον ή κάτι, συνήθως για λίγο χρονικό διάστημα.
    • Επισκέπτομαι κάποιον για να τον δω ή να του μιλήσω, συνήθως σε μια επίσημη βάση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Αύριο θα επισκεφθώ τους γονείς μου.
    • Ο πρόεδρος επισκέφθηκε το νοσοκομείο για να δει τους τραυματίες.
    2