Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επισκεπτήριο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
επισκευή
-
επισκεφθώ
)
Συνώνυμα
επισκέψιμο
επίσκεψη
2
Αντώνυμα
αποχώρηση
αποχώρηση
2
Ορισμός
Μια επίσκεψη, ειδικά μια σύντομη ή τυπική.
Ένα επίσημο γεγονός όπου κάποιος επισκέπτεται έναν τόπο ή ένα άτομο.
2
Παραδείγματα
Το επισκεπτήριο του προέδρου στην πόλη μας ήταν σημαντική εκδήλωση.
Κάναμε ένα επισκεπτήριο στους γονείς μας για να δούμε πώς είναι.
2