1. Λέξη
    επισκευή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: επισκευάζω - επισκευάσω - επισκευάσει - επισκεφθώ - επισκεφτούν - επισκεπτήριο)
  2. Συνώνυμα
    • άψογος
    • κατασκευή
    • διορθωτικό
    3
  3. Αντώνυμα
    • καταστροφή
    • ζημιά
    • φθορά
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επισκευάζω, δηλαδή της αποκατάστασης κάποιου πράγματος που έχει χαλάσει.
    • Η διαδικασία της αποκατάστασης της λειτουργικότητας ενός μηχανήματος ή συσκευής.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η επισκευή του αυτοκινήτου κόστισε πολλά χρήματα.
    • Μετά την επισκευή, ο υπολογιστής λειτουργεί καλύτερα από πριν.
    2