Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επισκεφθώ (ρήμα) - (παρόμοια:
επισκεφτούν
-
επισκευή
-
επισκευάσω
-
επισκευάζω
-
επισκευάσει
-
επισκεπτήριο
)
Συνώνυμα
επισκέπτομαι
γνωρίζω
πηγαίνω
3
Αντώνυμα
φεύγω
αποχωρώ
απομακρύνομαι
3
Ορισμός
Επισκέπτομαι κάποιον ή κάποιο τόπο.
Πηγαίνω σε ένα μέρος για να δω κάποιον ή κάτι.
2
Παραδείγματα
Θα επισκεφθώ τους γονείς μου το Σαββατοκύριακο.
Σκοπεύω να επισκεφθώ την Ακρόπολη όταν πάω στην Αθήνα.
2