1. Λέξη
    επιταχυντής (ουσιαστικό) - (παρόμοια: επιταχύνω - επιτηρητής)
  2. Συνώνυμα
    • προωθητής
    • κινητήριος μηχανισμός
    • ώθηση
    3
  3. Αντώνυμα
    • επιβραδυντής
    • φρένο
    2
  4. Ορισμός
    • Μηχανισμός ή συσκευή που αυξάνει την ταχύτητα ή την επιτάχυνση ενός αντικειμένου.
    • Στοιχείο που ενισχύει ή επιταχύνει μια διαδικασία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο κινητήρας λειτουργεί ως επιταχυντής για το αυτοκίνητο.
    • Η νέα τεχνολογία αποτελεί επιταχυντή για την ανάπτυξη της εταιρείας.
    2