Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επιταχυντής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
επιταχύνω
-
επιτηρητής
)
Συνώνυμα
προωθητής
κινητήριος μηχανισμός
ώθηση
3
Αντώνυμα
επιβραδυντής
φρένο
2
Ορισμός
Μηχανισμός ή συσκευή που αυξάνει την ταχύτητα ή την επιτάχυνση ενός αντικειμένου.
Στοιχείο που ενισχύει ή επιταχύνει μια διαδικασία.
2
Παραδείγματα
Ο κινητήρας λειτουργεί ως επιταχυντής για το αυτοκίνητο.
Η νέα τεχνολογία αποτελεί επιταχυντή για την ανάπτυξη της εταιρείας.
2