Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επιτηρητής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
επιθεωρητής
-
επιμελητής
-
συντηρητής
-
παρατηρητής
-
επιταχυντής
)
Συνώνυμα
επόπτης
ελεγκτής
επιβλέπων
εποπτευτής
4
Αντώνυμα
υπάλληλος
εργαζόμενος
υποτελής
3
Ορισμός
Πρόσωπο που έχει την ευθύνη να επιβλέπει και να ελέγχει μια διαδικασία ή μια ομάδα ανθρώπων.
Αξιωματούχος που εποπτεύει τη σωστή λειτουργία μιας υπηρεσίας ή ενός οργανισμού.
2
Παραδείγματα
Ο επιτηρητής της εταιρείας ελέγχει την ποιότητα των προϊόντων.
Ο διορισμένος επιτηρητής θα εξασφαλίσει ότι η διαδικασία θα πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τους κανονισμούς.
2