Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξασφαλισμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
ασφαλισμένος
-
εξοπλισμένος
-
εξαφανισμένος
-
ζαλισμένος
-
εξοργισμένος
-
εθισμένος
-
εξασφαλίσω
-
οπλισμένος
-
εξασφαλίζω
-
εσφαλμένος
)
Συνώνυμα
εγγυημένος
διασφαλισμένος
βεβαιωμένος
3
Αντώνυμα
αβέβαιος
ανασφαλής
επισφαλής
3
Ορισμός
που έχει εξασφαλιστεί ή εγγυηθεί
που είναι σίγουρος ή ασφαλής
2
Παραδείγματα
Η θέση του είναι εξασφαλισμένη για τουλάχιστον δύο χρόνια.
Έχουμε εξασφαλισμένη χρηματοδότηση για το έργο.
2