Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ευλογιά (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ευλογώ
-
ευλογία
)
Συνώνυμα
πανώλη
μολυσματική ασθένεια
2
Αντώνυμα
υγεία
ευεξία
2
Ορισμός
Μια σοβαρή και συχνά θανατηφόρα μολυσματική ασθένεια που προκαλείται από τον ιό της ευλογιάς.
Ιστορικά, μια επιδημική ασθένεια που προκάλεσε εκατομμύρια θανάτους πριν την εξάλειψή της.
2
Παραδείγματα
Η ευλογιά ήταν μια από τις πιο θανατηφόρες ασθένειες στην ανθρώπινη ιστορία.
Η εμβολιαστική εκστρατεία οδήγησε στην πλήρη εξάλειψη της ευλογιάς.
2