1. Λέξη
    ευλογιά (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ευλογώ - ευλογία)
  2. Συνώνυμα
    • πανώλη
    • μολυσματική ασθένεια
    2
  3. Αντώνυμα
    • υγεία
    • ευεξία
    2
  4. Ορισμός
    • Μια σοβαρή και συχνά θανατηφόρα μολυσματική ασθένεια που προκαλείται από τον ιό της ευλογιάς.
    • Ιστορικά, μια επιδημική ασθένεια που προκάλεσε εκατομμύρια θανάτους πριν την εξάλειψή της.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η ευλογιά ήταν μια από τις πιο θανατηφόρες ασθένειες στην ανθρώπινη ιστορία.
    • Η εμβολιαστική εκστρατεία οδήγησε στην πλήρη εξάλειψη της ευλογιάς.
    2