Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ευλογία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ευλογώ
-
ευλογιά
-
πολυλογία
)
Συνώνυμα
εγκωμιαστικός λόγος
έπαινος
εκθειάσμος
3
Αντώνυμα
κατακραυγή
κατηγορία
μομφή
3
Ορισμός
Η έκφραση ευνοϊκής γνώμης ή αποδοχής για κάποιον ή κάτι.
Η δήλωση ή η γραπτή έκφραση που εξυμνεί ή επαινεί κάποιον ή κάτι.
2
Παραδείγματα
Ο δάσκαλος έδωσε ευλογία στον μαθητή για την εξαιρετική του επίδοση.
Η ευλογία του κοινού ήταν ανάλογη με την ποιότητα της παράστασης.
2