1. Λέξη
    ευλογία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ευλογώ - ευλογιά - πολυλογία)
  2. Συνώνυμα
    • εγκωμιαστικός λόγος
    • έπαινος
    • εκθειάσμος
    3
  3. Αντώνυμα
    • κατακραυγή
    • κατηγορία
    • μομφή
    3
  4. Ορισμός
    • Η έκφραση ευνοϊκής γνώμης ή αποδοχής για κάποιον ή κάτι.
    • Η δήλωση ή η γραπτή έκφραση που εξυμνεί ή επαινεί κάποιον ή κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δάσκαλος έδωσε ευλογία στον μαθητή για την εξαιρετική του επίδοση.
    • Η ευλογία του κοινού ήταν ανάλογη με την ποιότητα της παράστασης.
    2