Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ευλογώ (ρήμα) - (παρόμοια:
ευλογία
-
ευλογιά
-
ευλογημένος
)
Συνώνυμα
εξυψώνω
δοξάζω
εγκωμιάζω
3
Αντώνυμα
καταριέμαι
βλασφημώ
καταδικάζω
3
Ορισμός
Εκφράζω ευχή ή ευλογία σε κάποιον ή κάτι.
Εγκρίνω ή επικυρώνω κάτι με θετική διάθεση.
2
Παραδείγματα
Ο ιερέας ευλόγησε το ζευγάρι πριν από τον γάμο.
Η μητέρα μου πάντα ευλογεί τα γεύματά μας πριν φάμε.
2