1. Λέξη
    ευλογώ (ρήμα) - (παρόμοια: ευλογία - ευλογιά - ευλογημένος)
  2. Συνώνυμα
    • εξυψώνω
    • δοξάζω
    • εγκωμιάζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • καταριέμαι
    • βλασφημώ
    • καταδικάζω
    3
  4. Ορισμός
    • Εκφράζω ευχή ή ευλογία σε κάποιον ή κάτι.
    • Εγκρίνω ή επικυρώνω κάτι με θετική διάθεση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ιερέας ευλόγησε το ζευγάρι πριν από τον γάμο.
    • Η μητέρα μου πάντα ευλογεί τα γεύματά μας πριν φάμε.
    2