Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ζωγραφίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
ζωγραφίσω
-
ζωγραφιά
-
ζωγραφική
-
φωτογραφίζω
)
Συνώνυμα
ζωγραφιάζω
απεικονίζω
σχεδιάζω
3
Αντώνυμα
διαγράφω
σβήνω
2
Ορισμός
Να δημιουργώ εικόνες ή σχέδια σε επιφάνεια με τη χρήση χρωμάτων ή άλλων υλικών.
Να απεικονίζω κάτι ή κάποιον μέσω της τέχνης της ζωγραφικής.
2
Παραδείγματα
Ο καλλιτέχνης ζωγραφίζει έναν όμορφο τοπίο.
Τα παιδιά ζωγραφίζουν στο σχολείο με μπογιές.
2