Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ζωγραφιά (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ζωγραφική
-
ζωγραφίζω
-
ζωγραφίσω
-
ζωγραφισμένος
)
Συνώνυμα
ζωγραφική
απεικόνιση
εικόνα
πινελιά
4
Αντώνυμα
αφαίρεση
εκκαθάριση
καθαρισμός
3
Ορισμός
Η τέχνη της δημιουργίας εικόνων με τη χρήση χρωμάτων και άλλων υλικών σε επιφάνειες όπως καμβάς, χαρτί κ.λπ.
Ένα έργο τέχνης που δημιουργείται με τη χρήση χρωμάτων σε μια επιφάνεια.
2
Παραδείγματα
Η ζωγραφιά του καλλιτέχνη εκτίθεται στην πινακοθήκη.
Τα παιδιά έφτιαξαν μια όμορφη ζωγραφιά για τη γιορτή της μητέρας.
2