1. Λέξη
    ζωγραφική (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ζωγραφιά - ζωγραφίζω - ζωγραφίσω - ζωγραφισμένος - φωτογραφική - δισκογραφική)
  2. Συνώνυμα
    • ζωγραφία
    • απεικόνιση
    • αποτύπωση
    3
  3. Αντώνυμα
    • αφαίρεση
    • διαγραφή
    2
  4. Ορισμός
    • Η τέχνη της δημιουργίας εικόνων με τη χρήση χρωμάτων σε επιφάνειες όπως καμβάδες, χαρτί ή τοίχους.
    • Ένα έργο τέχνης που δημιουργήθηκε με τη μέθοδο της ζωγραφικής.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η ζωγραφική του καλλιτέχνη εκτίθεται σε γκαλερί.
    • Η ζωγραφική είναι μια από τις πιο δημοφιλείς μορφές τέχνης.
    2