Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ηλεκτροπληξία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ηλεκτροσόκ
-
ηλεκτρονική
)
Συνώνυμα
ηλεκτροσόκ
ηλεκτροπληξία
ηλεκτροπληξισμός
3
Αντώνυμα
ασφάλεια
προστασία
2
Ορισμός
Η επίδραση του ηλεκτρικού ρεύματος σε έναν οργανισμό, που μπορεί να προκαλέσει τραυματισμό ή θάνατο.
Η αίσθηση ή η κατάσταση που προκαλείται από την έκθεση σε ηλεκτρικό ρεύμα.
2
Παραδείγματα
Ο εργάτης υπέστη ηλεκτροπληξία όταν άγγιξε το κατεστραμμένο καλώδιο.
Η ηλεκτροπληξία μπορεί να είναι πολύ επικίνδυνη αν δεν ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας.
2