1. Λέξη
    ηλεκτροπληξία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ηλεκτροσόκ - ηλεκτρονική)
  2. Συνώνυμα
    • ηλεκτροσόκ
    • ηλεκτροπληξία
    • ηλεκτροπληξισμός
    3
  3. Αντώνυμα
    • ασφάλεια
    • προστασία
    2
  4. Ορισμός
    • Η επίδραση του ηλεκτρικού ρεύματος σε έναν οργανισμό, που μπορεί να προκαλέσει τραυματισμό ή θάνατο.
    • Η αίσθηση ή η κατάσταση που προκαλείται από την έκθεση σε ηλεκτρικό ρεύμα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο εργάτης υπέστη ηλεκτροπληξία όταν άγγιξε το κατεστραμμένο καλώδιο.
    • Η ηλεκτροπληξία μπορεί να είναι πολύ επικίνδυνη αν δεν ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας.
    2