Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ηλεκτροσόκ (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ηλεκτρονική
-
ηλεκτρολόγος
-
ηλεκτρολύτης
-
ηλεκτρονικός
-
ηλεκτρικό
-
ηλεκτροπληξία
-
ηλεκτρόδιο
-
ηλεκτρικός
-
ηλεκτρόνιο
-
ηλεκτρισμός
)
Συνώνυμα
ηλεκτροπληξία
ηλεκτροκίνηση
2
Αντώνυμα
ηρεμία
ανακούφιση
2
Ορισμός
Μια απότομη και βίαιη ηλεκτρική διέγερση του σώματος.
Μια ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση που προκαλείται από επαφή με ηλεκτρικό ρεύμα.
2
Παραδείγματα
Ο ασθενής έλαβε ηλεκτροσόκ για να επανέλθει η καρδιακή του λειτουργία.
Το ηλεκτροσόκ από την πρίζα ήταν τόσο δυνατό που τον έριξε κάτω.
2