Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ηλεκτρονική (επίθετο) - (παρόμοια:
ηλεκτρονικός
-
ηλεκτροσόκ
-
ηλεκτρολόγος
-
ηλεκτρολύτης
-
ηλεκτρικό
-
ηλεκτροπληξία
-
ηλεκτρόδιο
-
ηλεκτρικός
-
ηλεκτρόνιο
)
Συνώνυμα
ψηφιακή
ηλεκτρολογική
2
Αντώνυμα
χειροποίητη
μηχανική
2
Ορισμός
Σχετικός με τον ηλεκτρισμό ή τις ηλεκτρικές συσκευές.
Που λειτουργεί ή μεταδίδεται μέσω ηλεκτρονικών συσκευών ή υπολογιστών.
2
Παραδείγματα
Η ηλεκτρονική αλληλογραφία έχει αντικαταστήσει σε μεγάλο βαθμό τις παραδοσιακές επιστολές.
Αγόρασα μια νέα ηλεκτρονική συσκευή για το σπίτι μου.
2