1. Λέξη
    ησυχάζω (ρήμα) - (παρόμοια: καθησυχάζω - ησυχάσω - ησυχία)
  2. Συνώνυμα
    • χαλαρώνω
    • ξεκουράζομαι
    • αναπαύομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • κουράζομαι
    • ενοχλώ
    • ταράζομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Να βρίσκομαι σε κατάσταση ηρεμίας και ανάπαυσης.
    • Να μην ενοχλώ ή να μην προκαλώ αναστάτωση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μετά τη δουλειά, αγαπώ να ησυχάζω στο σαλόνι μου.
    • Παρακαλώ, ησυχάστε για λίγο, χρειάζομαι να συγκεντρωθώ.
    2