Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ησυχάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
καθησυχάζω
-
ησυχάσω
-
ησυχία
)
Συνώνυμα
χαλαρώνω
ξεκουράζομαι
αναπαύομαι
3
Αντώνυμα
κουράζομαι
ενοχλώ
ταράζομαι
3
Ορισμός
Να βρίσκομαι σε κατάσταση ηρεμίας και ανάπαυσης.
Να μην ενοχλώ ή να μην προκαλώ αναστάτωση.
2
Παραδείγματα
Μετά τη δουλειά, αγαπώ να ησυχάζω στο σαλόνι μου.
Παρακαλώ, ησυχάστε για λίγο, χρειάζομαι να συγκεντρωθώ.
2