1. Λέξη
    ησυχία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ανησυχία - ησυχάσω - ησυχάζω)
  2. Συνώνυμα
    • γαλήνη
    • ηρεμία
    • ανάπαυση
    3
  3. Αντώνυμα
    • θόρυβος
    • αναστάτωση
    • αγωνία
    3
  4. Ορισμός
    • Η κατάσταση κατά την οποία δεν υπάρχει θόρυβος ή αναστάτωση.
    • Η απουσία αναστάτωσης ή σύγχυσης, εσωτερική ή εξωτερική.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η ησυχία της νύχτας με βοήθησε να χαλαρώσω.
    • Έψαχνε για λίγη ησυχία μακριά από την πολυκοσμία της πόλης.
    2