Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ησυχία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ανησυχία
-
ησυχάσω
-
ησυχάζω
)
Συνώνυμα
γαλήνη
ηρεμία
ανάπαυση
3
Αντώνυμα
θόρυβος
αναστάτωση
αγωνία
3
Ορισμός
Η κατάσταση κατά την οποία δεν υπάρχει θόρυβος ή αναστάτωση.
Η απουσία αναστάτωσης ή σύγχυσης, εσωτερική ή εξωτερική.
2
Παραδείγματα
Η ησυχία της νύχτας με βοήθησε να χαλαρώσω.
Έψαχνε για λίγη ησυχία μακριά από την πολυκοσμία της πόλης.
2